- χλιαρότητα
- η1. η ιδιότητα του χλιαρού, το να είναι κάτι χλιαρό.2. έλλειψη δραστηριότητας, ατονία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλιαρότητα — η / χλιαρότης, ότητος, ΝΜΑ [χλιαρός] 1. η ιδιότητα τού χλιαρού 2. μτφ. ατονία, αδράνεια … Dictionary of Greek
χλιαρότητα — χλιαρότης warmth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μύδας — (chelonia mydas). Μεγάλη θαλάσσια χελώνα, γνωστή και ως πράσινη χελώνα. Η τελευταία αυτή ονομασία οφείλεται στο λαδί χρώμα που παίρνει το όστρακό της στα ενήλικα άτομα, ενώ στα νεαρά είναι συνήθως καστανό. Ο μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,60 μ.… … Dictionary of Greek